Επενεργώ στα λευκορωσικά
Μετάφραση: επενεργώ, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
акты
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επενεργώ
επενεργώ συνώνυμα, επενεργώ λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, επενεργώ στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- επενέργεια στα λευκορωσικά - эфект, эфэкт
- επενδύω στα λευκορωσικά - інвеставаць, інвесціраваць, інвэставаць
- επεξεργάζομαι στα λευκορωσικά - распрацоўваць, распрацо, распрацо ¢
- επεξεργασία στα λευκορωσικά - распрацоўка, распрацоўцы, Распрацаваць, па распрацоўцы, тэхналогія
Τυχαίες λέξεις
Επενεργώ στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: акты
Μεταφράσεις: акты