Επενεργώ στα λιθουανικά

Μετάφραση: επενεργώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aktai, aktų, aktus, aktais
Επενεργώ στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επενεργώ

επενεργώ συνώνυμα, επενεργώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, επενεργώ στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • επενέργεια στα λιθουανικά - veiksmas, poveikis, poveikį, poveikio, efektas, efektą
  • επενδύω στα λιθουανικά - kilmė, darbas, melodija, tarnyba, raukšlė, brūkšnys, arija, ...
  • επεξεργάζομαι στα λιθουανικά - tvarka, procesas, procedūra, detalizuoti, tobulinti, plėtoti, parengti, ...
  • επεξεργασία στα λιθουανικά - detalizavimas, plėtojimas, parengimas, kūrimas, rengimas
Τυχαίες λέξεις
Επενεργώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: aktai, aktų, aktus, aktais