Επιβολή στα βουλγαρικά
Μετάφραση: επιβολή, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изпълнение, прилагане, изпълнението, прилагането, правоприлагане
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιβολή
επιβολή προστίμου, επιβολή φόρου πολυτελούσ διαβίωσησ, επιβολή κυρώσεων σε μαθητές, επιβολή ποινών σε μαθητές, επιβολή συνώνυμα, επιβολή λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, επιβολή στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- επιβλαβής στα βουλγαρικά - вреден, вредни, вредно, вредното, вредна
- επιβλητικός στα βουλγαρικά - налагане, за налагане, за налагане на, налагане на, налагането
- επιβραδύνω στα βουλγαρικά - забавям, спъвам, ретард, кретен, забавящия
- επιγράφω στα βουλγαρικά - вписвам, посвещавам, впише, се впише, изписва
Τυχαίες λέξεις
Επιβολή στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: изпълнение, прилагане, изпълнението, прилагането, правоприлагане
Μεταφράσεις: изпълнение, прилагане, изпълнението, прилагането, правоприлагане