Επιβολή στα ουγγρικά
Μετάφραση: επιβολή, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kikényszerítés, végrehajtás, végrehajtási, végrehajtásáról, végrehajtó, végrehajtást
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιβολή
επιβολή προστίμου, επιβολή φόρου πολυτελούσ διαβίωσησ, επιβολή κυρώσεων σε μαθητές, επιβολή ποινών σε μαθητές, επιβολή συνώνυμα, επιβολή λεξικό γλώσσας ουγγρικά, επιβολή στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- επιβλαβής στα ουγγρικά - ártalmas, káros, károsító, a káros, veszélyes
- επιβλητικός στα ουγγρικά - mérvadó, impozáns, kivetéséről, bevezetéséről, kiszabó, előíró
- επιβραδύνω στα ουγγρικά - retard, retard tabletta, késleltetett, retardot
- επιγράφω στα ουγγρικά - bejegyez, ráír, helyezni, beírását, bevés
Τυχαίες λέξεις
Επιβολή στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kikényszerítés, végrehajtás, végrehajtási, végrehajtásáról, végrehajtó, végrehajtást
Μεταφράσεις: kikényszerítés, végrehajtás, végrehajtási, végrehajtásáról, végrehajtó, végrehajtást