Επιβολή στα δανικά
Μετάφραση: επιβολή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
håndhævelse, fuldbyrdelse, håndhævelsen, fuldbyrdelsen, håndhæve
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιβολή
επιβολή προστίμου, επιβολή φόρου πολυτελούσ διαβίωσησ, επιβολή κυρώσεων σε μαθητές, επιβολή ποινών σε μαθητές, επιβολή συνώνυμα, επιβολή λεξικό γλώσσας δανικά, επιβολή στα δανικά
Μεταφράσεις
- επιβλαβής στα δανικά - skadelig, skadelige, skadeligt, skade, skadevoldende
- επιβλητικός στα δανικά - pålægge, indførelse, indførelse af, om indførelse, om indførelse af
- επιβραδύνω στα δανικά - retard, forsinke, anti, retarderet
- επιγράφω στα δανικά - indskrive, indskrives, indskriver, indskrives i, at indskrive
Τυχαίες λέξεις
Επιβολή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: håndhævelse, fuldbyrdelse, håndhævelsen, fuldbyrdelsen, håndhæve
Μεταφράσεις: håndhævelse, fuldbyrdelse, håndhævelsen, fuldbyrdelsen, håndhæve