Επιβολή στα πορτογαλικά
Μετάφραση: επιβολή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cumprimento, aplicação, execução, aplicação da, à execução
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιβολή
επιβολή προστίμου, επιβολή φόρου πολυτελούσ διαβίωσησ, επιβολή κυρώσεων σε μαθητές, επιβολή ποινών σε μαθητές, επιβολή συνώνυμα, επιβολή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επιβολή στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- επιβλαβής στα πορτογαλικά - daninho, dano, prejudicial, vulnerar, nocivo, prejudicar, prejudiciais, ...
- επιβλητικός στα πορτογαλικά - digno, imponente, que institui, impor, impondo, imposição
- επιβραδύνω στα πορτογαλικά - retomar, retardar, imbecil, parvo, reconquistar, deter, iluda, ...
- επιγράφω στα πορτογαλικά - inscrever, insano, inscrevem, inscreve, inscreva, inscrevê
Τυχαίες λέξεις
Επιβολή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: cumprimento, aplicação, execução, aplicação da, à execução
Μεταφράσεις: cumprimento, aplicação, execução, aplicação da, à execução