Επιδεξιότητα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: επιδεξιότητα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сръчност, ловкост, сръчността
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιδεξιότητα
επιδεξιότητα συνώνυμα, επιδεξιότητα με τουσ ανθρώπουσ, επιδεξιότητα με το ποντίκι, επιδεξιότητα ορισμός, επιδεξιότητα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, επιδεξιότητα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- επιδεικτικός στα βουλγαρικά - панаирджийски, ефектен, претенциозен, ярък, показен
- επιδεινώνω στα βουλγαρικά - съставно, влошава, се влошава, влоши, се влоши
- επιδικάζω στα βουλγαρικά - сунита, преценявам, осъждам, отсъждам, присъжда, присъдени
- επιδιώκω στα βουλγαρικά - ухажвам, стремя се да спечеля, Woo, Ву, уо
Τυχαίες λέξεις
Επιδεξιότητα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: сръчност, ловкост, сръчността
Μεταφράσεις: сръчност, ловкост, сръчността