Επιδεξιότητα στα τσεχικά
Μετάφραση: επιδεξιότητα, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bystrost, rutina, cvik, zručnost, obratnost, dovednost, šikovnost, schopnost, zkušenost
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιδεξιότητα
επιδεξιότητα συνώνυμα, επιδεξιότητα με τουσ ανθρώπουσ, επιδεξιότητα με το ποντίκι, επιδεξιότητα ορισμός, επιδεξιότητα λεξικό γλώσσας τσεχικά, επιδεξιότητα στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- επιδεικτικός στα τσεχικά - citlivý, okázalý, ostentativní, vnímavý, nápadný, nápadné, efektní, ...
- επιδεινώνω στα τσεχικά - zhoršovat, sdružený, složený, rozčilovat, smíchat, spojit, iritovat, ...
- επιδικάζω στα τσεχικά - rozsoudit, rozhodovat, posuzovat, posoudil
- επιδιώκω στα τσεχικά - usilovat, hnát, pěstovat, provádět, pokračovat, pronásledovat, vábit, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιδεξιότητα στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: bystrost, rutina, cvik, zručnost, obratnost, dovednost, šikovnost, schopnost, zkušenost
Μεταφράσεις: bystrost, rutina, cvik, zručnost, obratnost, dovednost, šikovnost, schopnost, zkušenost