Επιδεξιότητα στα ισπανικά
Μετάφραση: επιδεξιότητα, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
destreza, agilidad, primor, habilidad, amaño, la destreza, destreza de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιδεξιότητα
επιδεξιότητα συνώνυμα, επιδεξιότητα με τουσ ανθρώπουσ, επιδεξιότητα με το ποντίκι, επιδεξιότητα ορισμός, επιδεξιότητα λεξικό γλώσσας ισπανικά, επιδεξιότητα στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- επιδεικτικός στα ισπανικά - susceptible, impresionable, ostentoso, llamativo, vistosa, vistoso, llamativa, ...
- επιδεινώνω στα ισπανικά - irritar, empeorar, agravarse, exacerbar, deteriorar, compuesto, agravar, ...
- επιδικάζω στα ισπανικά - adjudicar, falle, fallara, resuelva, adjudicarse
- επιδιώκω στα ισπανικά - acosar, perseguir, proseguir, cortejar, woo, corteje, corteja
Τυχαίες λέξεις
Επιδεξιότητα στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: destreza, agilidad, primor, habilidad, amaño, la destreza, destreza de
Μεταφράσεις: destreza, agilidad, primor, habilidad, amaño, la destreza, destreza de