Επιδεξιότητα στα εσθονικά
Μετάφραση: επιδεξιότητα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
oskus, käteosavus, vilumus, osavus, osavust, oskused, Taitavuus, Osavuse
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιδεξιότητα
επιδεξιότητα συνώνυμα, επιδεξιότητα με τουσ ανθρώπουσ, επιδεξιότητα με το ποντίκι, επιδεξιότητα ορισμός, επιδεξιότητα λεξικό γλώσσας εσθονικά, επιδεξιότητα στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- επιδεικτικός στα εσθονικά - pealiskaudne, peenutsev, aldis, suurejooneline, efektne, uhkeldav, toretsev, ...
- επιδεινώνω στα εσθονικά - segu, ärritama, halvendama, raskendama, manduma, halvenema, süveneb, ...
- επιδικάζω στα εσθονικά - otsustavad,, jksk, Karistatakse otsus jstk, väljamõistmata jätta
- επιδιώκω στα εσθονικά - jälitama, püüdlema, taotlema, kosima, woo
Τυχαίες λέξεις
Επιδεξιότητα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: oskus, käteosavus, vilumus, osavus, osavust, oskused, Taitavuus, Osavuse
Μεταφράσεις: oskus, käteosavus, vilumus, osavus, osavust, oskused, Taitavuus, Osavuse