Επιτηδειότητα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: επιτηδειότητα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
умение, умения, уменията, умението, специалиста
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιτηδειότητα
επιτηδειότητα συνώνυμο, επιτηδειοτητα συνώνυμο, επιτηδειότητα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, επιτηδειότητα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- επιταχύνω στα βουλγαρικά - ускоряха, скорост, скоростта, скорост на, на скоростта, скоростта на
- επιτελείο στα βουλγαρικά - гипс, персонал, персонала, служители, служителите, на персонала
- επιτηδευμένος στα βουλγαρικά - безвкусен, крещящ, проститутски, евтин, сериозната
- επιτηδεύομαι στα βουλγαρικά - epitidefomai
Τυχαίες λέξεις
Επιτηδειότητα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: умение, умения, уменията, умението, специалиста
Μεταφράσεις: умение, умения, уменията, умението, специалиста