Επιτηδειότητα στα ολλανδικά
Μετάφραση: επιτηδειότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bekwaamheid, handigheid, behendigheid, Ervaring, vaardigheid
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιτηδειότητα
επιτηδειότητα συνώνυμο, επιτηδειοτητα συνώνυμο, επιτηδειότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επιτηδειότητα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- επιταχύνω στα ολλανδικά - vervroegen, terugzetten, bespoedigen, verhaasten, optrekken, accelereren, versnellen, ...
- επιτελείο στα ολλανδικά - vorm, gedaante, worp, afgietsel, gooi, personeel, staf, ...
- επιτηδευμένος στα ολλανδικά - aanstellerig, gekunsteld, gemaakt, aangegrepen, aangedaan, geaffecteerd, onnatuurlijk, ...
- επιτηδεύομαι στα ολλανδικά - simuleren, voorgeven, huichelen, fingeren, epitidefomai
Τυχαίες λέξεις
Επιτηδειότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bekwaamheid, handigheid, behendigheid, Ervaring, vaardigheid
Μεταφράσεις: bekwaamheid, handigheid, behendigheid, Ervaring, vaardigheid