Επιτηδειότητα στα δανικά
Μετάφραση: επιτηδειότητα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
dygtighed, færdighed, spil, færdigheder, evner
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιτηδειότητα
επιτηδειότητα συνώνυμο, επιτηδειοτητα συνώνυμο, επιτηδειότητα λεξικό γλώσσας δανικά, επιτηδειότητα στα δανικά
Μεταφράσεις
- επιταχύνω στα δανικά - hastighed, hastigheden, speed, fart
- επιτελείο στα δανικά - personale, personalet, ansatte, medarbejdere, medarbejderstab
- επιτηδευμένος στα δανικά - skingre, forloren, uægte
- επιτηδεύομαι στα δανικά - epitidefomai
Τυχαίες λέξεις
Επιτηδειότητα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: dygtighed, færdighed, spil, færdigheder, evner
Μεταφράσεις: dygtighed, færdighed, spil, færdigheder, evner