Ευκαμψία στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ευκαμψία, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гъвкавост, гъвкавостта, на гъвкавост, за гъвкавост
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευκαμψία
ευκαμψία ευλυγισία, ευκαμψία ορισμός, κηρώδης ευκαμψία, ευκαμψία συνώνυμα, ευκαμψία λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ευκαμψία στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ευκάλυπτος στα βουλγαρικά - евкалипт, евкалиптово, евкалиптовото, евкалипти, евкалиптът
- ευκαιρία στα βουλγαρικά - случай, възможност, възможности, възможността, възможност за
- ευκατάστατος στα βουλγαρικά - заможен, заможни, заможните
- ευκολία στα βουλγαρικά - лекота, улесни, облекчи, облекчаване, се улесни
Τυχαίες λέξεις
Ευκαμψία στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: гъвкавост, гъвкавостта, на гъвкавост, за гъвкавост
Μεταφράσεις: гъвкавост, гъвкавостта, на гъвкавост, за гъвкавост