Ευκαμψία στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ευκαμψία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
flexibilidade, a flexibilidade, de flexibilidade, flexibilidade de
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευκαμψία
ευκαμψία ευλυγισία, ευκαμψία ορισμός, κηρώδης ευκαμψία, ευκαμψία συνώνυμα, ευκαμψία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ευκαμψία στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ευκάλυπτος στα πορτογαλικά - eucalipto, de eucalipto, eucaliptos, do eucalipto, o eucalipto
- ευκαιρία στα πορτογαλικά - ensejo, acontecimento, possibilidade, ocorrência, oportunidade, oportunidades, oportunidade de, ...
- ευκατάστατος στα πορτογαλικά - rico, riqueza, haver, bem fora, abastados, bem de vida, bem de, ...
- ευκολία στα πορτογαλικά - facilidade, aliviar, facilitar, aliviar a, a aliviar
Τυχαίες λέξεις
Ευκαμψία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: flexibilidade, a flexibilidade, de flexibilidade, flexibilidade de
Μεταφράσεις: flexibilidade, a flexibilidade, de flexibilidade, flexibilidade de