Ηλεκτρίζω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ηλεκτρίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
електрифицирам, наелектризирам, наелектризира, електрифицира, електрифициране
Ηλεκτρίζω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ηλεκτρίζω

ηλεκτρίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ηλεκτρίζω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ηθικός στα βουλγαρικά - морален, нравствен, морална, морално, моралната
  • ηλίθιος στα βουλγαρικά - идиот, глупак, пълен идиот, идиот такъв
  • ηλεκτροδοτώ στα βουλγαρικά - наелектризира
  • ηλεκτροκαρδιογράφημα στα βουλγαρικά - електрокардиограма, електрокардиограмата, ЕКГ, в електрокардиограмата, на ЕКГ
Τυχαίες λέξεις
Ηλεκτρίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: електрифицирам, наелектризирам, наелектризира, електрифицира, електрифициране