Ηλεκτρίζω στα φινλανδικά

Μετάφραση: ηλεκτρίζω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sähköistää, sähköistys, electrify, sähköistys voidaan, sähköistävät
Ηλεκτρίζω στα φινλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ηλεκτρίζω

ηλεκτρίζω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, ηλεκτρίζω στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • ηθικός στα φινλανδικά - eettinen, moraalinen, opetus, oikeudenmukainen, moraalista, moraalisen, moraalisia, ...
  • ηλίθιος στα φινλανδικά - mieletön, typerä, älytön, idiootti, idiot, idioottia, idiootilta
  • ηλεκτροδοτώ στα φινλανδικά - sähköistää
  • ηλεκτροκαρδιογράφημα στα φινλανδικά - ekg, sydänfilmi, elektrokardiogrammi, elektrokardiogrammin
Τυχαίες λέξεις
Ηλεκτρίζω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: sähköistää, sähköistys, electrify, sähköistys voidaan, sähköistävät