Ηλεκτρίζω στα πολωνικά

Μετάφραση: ηλεκτρίζω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
elektryzować, naelektryzować, zelektryzować, elektryfikować, zelektryfikować, elektryzuje, elektryzują
Ηλεκτρίζω στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ηλεκτρίζω

ηλεκτρίζω λεξικό γλώσσας πολωνικά, ηλεκτρίζω στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ηθικός στα πολωνικά - obyczajny, bogobojny, moralność, morał, etyczny, obyczajowy, słuszny, ...
  • ηλίθιος στα πολωνικά - ośli, głupi, idiotyczny, idiota, kretyn, idiotą, idioto
  • ηλεκτροδοτώ στα πολωνικά - naelektryzować, elektryzować, elektryfikować, zelektryfikować, zelektryzować, elektryzuje
  • ηλεκτροκαρδιογράφημα στα πολωνικά - elektrokardiogram, EKG, Elektrokardiografia, elektrokardiogramu, electrocardiogram
Τυχαίες λέξεις
Ηλεκτρίζω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: elektryzować, naelektryzować, zelektryzować, elektryfikować, zelektryfikować, elektryzuje, elektryzują