Ηλεκτρίζω στα σλοβακικά
Μετάφραση: ηλεκτρίζω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβακικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zelektrizovať, elektrifikácia, elektrifikovať
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηλεκτρίζω
ηλεκτρίζω λεξικό γλώσσας σλοβακικά, ηλεκτρίζω στα σλοβακικά
Μεταφράσεις
- ηθικός στα σλοβακικά - poctivý, počestný, mravní, etický, morálne, morálnu, morálny, ...
- ηλίθιος στα σλοβακικά - idiot
- ηλεκτροδοτώ στα σλοβακικά - zelektrizovať, nabíja, nabiť, nabíjajú, nabíjať, dobíja
- ηλεκτροκαρδιογράφημα στα σλοβακικά - elektrokardiogram, elektrokardiografia, elektrokardiograme, na elektrokardiograme, elektrokardiogramu
Τυχαίες λέξεις
Ηλεκτρίζω στα σλοβακικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβακικά
Μεταφράσεις: zelektrizovať, elektrifikácia, elektrifikovať
Μεταφράσεις: zelektrizovať, elektrifikácia, elektrifikovať