Ηλεκτρίζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: ηλεκτρίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
elektrifikuoti, įelektrinti, elektrizuoti, Elektrizēt, Elektrificēt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηλεκτρίζω
ηλεκτρίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ηλεκτρίζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ηθικός στα λιθουανικά - moralinis, moralinė, moralinę, moralinės, moralės
- ηλίθιος στα λιθουανικά - idiotas, idiot, kvailį, kvailys
- ηλεκτροδοτώ στα λιθουανικά - electrifies
- ηλεκτροκαρδιογράφημα στα λιθουανικά - elektrokardiograma, elektrokardiogramos, elektrokardiogramoje, elektrokardiogramą
Τυχαίες λέξεις
Ηλεκτρίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: elektrifikuoti, įelektrinti, elektrizuoti, Elektrizēt, Elektrificēt
Μεταφράσεις: elektrifikuoti, įelektrinti, elektrizuoti, Elektrizēt, Elektrificēt