Ηλεκτρίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: ηλεκτρίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
elektrificeren, elektriseren, elektriseer, te elektrificeren, elektrificatie van
Ηλεκτρίζω στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ηλεκτρίζω

ηλεκτρίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ηλεκτρίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ηθικός στα ολλανδικά - zedelijk, billijk, fair, moraal, rechtvaardig, zedenkundig, moreel, ...
  • ηλίθιος στα ολλανδικά - idioot, idiot, gek, idiote
  • ηλεκτροδοτώ στα ολλανδικά - elektriseert, elektrificeert, spanning in, brengt spanning, brengt spanning in
  • ηλεκτροκαρδιογράφημα στα ολλανδικά - elektrocardiogram, electrocardiogram, het elektrocardiogram, electrocardiograma, ECG
Τυχαίες λέξεις
Ηλεκτρίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: elektrificeren, elektriseren, elektriseer, te elektrificeren, elektrificatie van