Θρεπτικός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: θρεπτικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хранителен, питателна, хранителни, хранителна, питателни
Θρεπτικός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θρεπτικός

θρεπτικός συνώνυμο, θρεπτικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, θρεπτικός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • θραύση στα βουλγαρικά - прорез, чупене, счупване, скъсване, разрушаване, разкъсване
  • θραύσμα στα βουλγαρικά - фрагмент, фрагмент от, фрагмент на, фрагменти
  • θρηνώ στα βουλγαρικά - тъгувам, скърбя, скърбят, жалее, наскърбените
  • θρησκεία στα βουλγαρικά - религия, религията, религиозна принадлежност, вероизповедание, религиозна
Τυχαίες λέξεις
Θρεπτικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: хранителен, питателна, хранителни, хранителна, питателни