Θρεπτικός στα δανικά
Μετάφραση: θρεπτικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
nærende, sund, sunde, næringsrig, næringsrigt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θρεπτικός
θρεπτικός συνώνυμο, θρεπτικός λεξικό γλώσσας δανικά, θρεπτικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- θραύση στα δανικά - brud, brud på, beskadigelse, knækker, går i stykker
- θραύσμα στα δανικά - splint, fragment, brudstykke, fragmentet
- θρηνώ στα δανικά - beklage, begræde, sørge, sørger, sørge over, sørger over
- θρησκεία στα δανικά - religion, religionen, religionsfrihed, religionens
Τυχαίες λέξεις
Θρεπτικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: nærende, sund, sunde, næringsrig, næringsrigt
Μεταφράσεις: nærende, sund, sunde, næringsrig, næringsrigt