Θρεπτικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: θρεπτικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voedzaam, voedzame, voedsel voedzaam
Θρεπτικός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θρεπτικός

θρεπτικός συνώνυμο, θρεπτικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, θρεπτικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • θραύση στα ολλανδικά - gaping, verbreking, opening, breuk, bres, breken, breuken, ...
  • θραύσμα στα ολλανδικά - item, fragment, jaartelling, brok, deel, deeltje, fragment van, ...
  • θρηνώ στα ολλανδικά - bedroeven, beproeven, weeklagen, rouwen, treuren, rouw, te rouwen, ...
  • θρησκεία στα ολλανδικά - fiducie, geloof, godsdienst, vertrouwen, religie, Religies, Religion
Τυχαίες λέξεις
Θρεπτικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: voedzaam, voedzame, voedsel voedzaam