Καμαρωτός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: καμαρωτός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жизнерадостен, самодоволен, весел, жив, весела
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καμαρωτός
καμαρωτόσ δημήτρησ, άρησ καμαρωτόσ, καμαρωτός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, καμαρωτός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- καμήλα στα βουλγαρικά - камила', камила, камили, камилата, камилска
- καμαρίλα στα βουλγαρικά - Camarillo, Камарильо, Вирджиния
- καμβάς στα βουλγαρικά - платно, брезент, платното, бои платно, бои, платна
- καμηλοπάρδαλη στα βουλγαρικά - жираф, жирафа, Giraffe, жирафът, жирафи
Τυχαίες λέξεις
Καμαρωτός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: жизнерадостен, самодоволен, весел, жив, весела
Μεταφράσεις: жизнерадостен, самодоволен, весел, жив, весела