Καταδικασμένος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: καταδικασμένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обречени, обречена, обречен, обречено, осъдени
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταδικασμένος
καταδικασμένος στίχοι, καταδικασμένος σε θάνατο δραπέτευσε, καταδικασμένος χολίδης, ο καταδικασμένοσ, καταδικασμένος στην ανεργία επειδή είναι έλληνας, καταδικασμένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, καταδικασμένος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- καταδεικνύω στα βουλγαρικά - изказвам, проявявам, доказвам, показвам
- καταδικάζω στα βουλγαρικά - предложение, осъждане, осъждам, осъждат, проклет, по дяволите, дяволски, ...
- καταδικαστέος στα βουλγαρικά - пъклен, отвратителен, проклет, проклета, ужасна
- καταδιώκω στα βουλγαρικά - хрътка, гонитба, преследване, лов, Чейс, Chase
Τυχαίες λέξεις
Καταδικασμένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: обречени, обречена, обречен, обречено, осъдени
Μεταφράσεις: обречени, обречена, обречен, обречено, осъдени