Καταδικασμένος στα γερμανικά
Μετάφραση: καταδικασμένος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verdammte, abgeurteilt, verurteilt, verdammt, zum Scheitern verurteilt, dazu verdammt, verloren
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταδικασμένος
καταδικασμένος στίχοι, καταδικασμένος σε θάνατο δραπέτευσε, καταδικασμένος χολίδης, ο καταδικασμένοσ, καταδικασμένος στην ανεργία επειδή είναι έλληνας, καταδικασμένος λεξικό γλώσσας γερμανικά, καταδικασμένος στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- καταδεικνύω στα γερμανικά - verherrlichen, bekunden, evince, offenbaren
- καταδικάζω στα γερμανικά - meinung, verurteilung, urteilsspruch, empfindungsvermögen, sträfling, verurteilen, zuchthäusler, ...
- καταδικαστέος στα γερμανικά - tadelnswert, abscheulich, damnable, verdammenswerte, verdammungswürdige, verdammliche
- καταδιώκω στα γερμανικά - jagdhund, hund, scheißkerl, laufhund, Jagd, Verfolgungsjagd, jagen, ...
Τυχαίες λέξεις
Καταδικασμένος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: verdammte, abgeurteilt, verurteilt, verdammt, zum Scheitern verurteilt, dazu verdammt, verloren
Μεταφράσεις: verdammte, abgeurteilt, verurteilt, verdammt, zum Scheitern verurteilt, dazu verdammt, verloren