Καταδικασμένος στα ιταλικά
Μετάφραση: καταδικασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
condannato, condannati, destinato, condannata, destinata
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταδικασμένος
καταδικασμένος στίχοι, καταδικασμένος σε θάνατο δραπέτευσε, καταδικασμένος χολίδης, ο καταδικασμένοσ, καταδικασμένος στην ανεργία επειδή είναι έλληνας, καταδικασμένος λεξικό γλώσσας ιταλικά, καταδικασμένος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- καταδεικνύω στα ιταλικά - mostrare, manifestare, evince, evincere
- καταδικάζω στα ιταλικά - condanna, detenuto, condannare, frase, carcerato, dannazione, maledetto, ...
- καταδικαστέος στα ιταλικά - riprovevole, dannabile, damnable, dannato, dannata, maledetto
- καταδιώκω στα ιταλικά - braccare, bracco, inseguire, segugio, caccia, Chase, inseguimento, ...
Τυχαίες λέξεις
Καταδικασμένος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: condannato, condannati, destinato, condannata, destinata
Μεταφράσεις: condannato, condannati, destinato, condannata, destinata