Κεντρίζω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: κεντρίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шпора, жабо, ужилване, жило, при ужилване, при ужилване от, уязвявам
Κεντρίζω στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κεντρίζω

κεντρίζω συνώνυμο, κεντρίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κεντρίζω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • κενοδοξία στα βουλγαρικά - суета, тоалетка, суетата, суетност
  • κεντρί στα βουλγαρικά - жабо, ужилване, жило, при ужилване, при ужилване от, уязвявам
  • κεντρικός στα βουλγαρικά - централен, централната, Централна, централно, централния
  • κεντώ στα βουλγαρικά - хуй, острие, кур, разкрасявам, бродирам, бродирате, бродира
Τυχαίες λέξεις
Κεντρίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: шпора, жабо, ужилване, жило, при ужилване, при ужилване от, уязвявам