Κεντρίζω στα τούρκικα

Μετάφραση: κεντρίζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dürtmek, acı, sting, sokması, iğne, sokma
Κεντρίζω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κεντρίζω

κεντρίζω συνώνυμο, κεντρίζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, κεντρίζω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • κενοδοξία στα τούρκικα - kibir, vanity, makyaj, tuvalet, lavabo
  • κεντρί στα τούρκικα - acı, sting, sokması, iğne, sokma
  • κεντρικός στα τούρκικα - esaslı, merkezi, merkez, merkezinden, merkezi bir, orta
  • κεντώ στα τούρκικα - oyalamak, nakış işlemek, iülemek, embroider, süslemek
Τυχαίες λέξεις
Κεντρίζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: dürtmek, acı, sting, sokması, iğne, sokma