Κεντρίζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: κεντρίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įgėlimas, geluonis, gėlimas, gelti, apkandžioti
Κεντρίζω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κεντρίζω

κεντρίζω συνώνυμο, κεντρίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κεντρίζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • κενοδοξία στα λιθουανικά - tuštybė, prabangi kriauklė, šurmulio, prabangi kriauklė ir, prabangi
  • κεντρί στα λιθουανικά - įgėlimas, geluonis, gėlimas, gelti, apkandžioti
  • κεντρικός στα λιθουανικά - centrinis, centrinė, centrinės, centrinio, centrinius
  • κεντώ στα λιθουανικά - siuvinėti, išsiuvinėti, siuvinėju, Siuvinėja
Τυχαίες λέξεις
Κεντρίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: įgėlimas, geluonis, gėlimas, gelti, apkandžioti