Κράζω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: κράζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
писък, скърцане като, издавам стържещ звук, остър шум
Κράζω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κράζω

κράζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κράζω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • κούτσουρο στα βουλγαρικά - пеня, пън, естомп, окастрям силно, водя предизборна агитация, вървя тромаво
  • κούφιος στα βουλγαρικά - кух, кухо, кухина, вдлъбнатина, котловина
  • κράμα στα βουλγαρικά - сплав, сплави, нелегирани, легирана
  • κράμβη στα βουλγαρικά - изнасилване, рапица, изнасилването, изнасилвания, рапично
Τυχαίες λέξεις
Κράζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: писък, скърцане като, издавам стържещ звук, остър шум