Κράζω στα τούρκικα
Μετάφραση: κράζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gıcırdatmak, çığlık, çığlığı, screech, acı feryat
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κράζω
κράζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, κράζω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- κούτσουρο στα τούρκικα - kürsü, kütük, izmarit, kök kalıntısı, afallatmak, kriket kale kazığı
- κούφιος στα τούρκικα - boş, oyuk, içi boş, içi boş bir, delikli
- κράμα στα τούρκικα - alaşım, alaşımlı, alaşımı, metal, alaşımlar
- κράμβη στα τούρκικα - kolza, tecavüz, kanola, rape, tecavüzün
Τυχαίες λέξεις
Κράζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: gıcırdatmak, çığlık, çığlığı, screech, acı feryat
Μεταφράσεις: gıcırdatmak, çığlık, çığlığı, screech, acı feryat