Κράζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: κράζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
як, вереск, виск, вищання, визг, верещання
Κράζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κράζω

κράζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κράζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κούτσουρο στα ουκρανικά - огарок, пень, недогарок, корчувати, пеньок
  • κούφιος στα ουκρανικά - запалий, порожнина, дупло, печера, порожнеча, порожнистий, порожній, ...
  • κράμα στα ουκρανικά - сплав, сплавляти, проба, метал
  • κράμβη στα ουκρανικά - викрадення, жадобу, жадібність, жадоба, ненажерливість, згвалтування, зґвалтування
Τυχαίες λέξεις
Κράζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: як, вереск, виск, вищання, визг, верещання