Κράζω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: κράζω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
крикнала, ПИСОК
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κράζω
κράζω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, κράζω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- κούτσουρο στα σλαβομακεδονικά - трупецот, трупец, ќутук
- κούφιος στα σλαβομακεδονικά - шупливи, шупливо, шуплива, шуплив, празни
- κράμα στα σλαβομακεδονικά - легура, алуминиумски, од легура, легури, легирани
- κράμβη στα σλαβομακεδονικά - силувањето, силување, силувања, за силување, репка
Τυχαίες λέξεις
Κράζω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: крикнала, ПИСОК
Μεταφράσεις: крикнала, ПИСОК