Κράζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κράζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
charlatão, impostor, curandeiro, guincho, guinchar, Screech, de Screech, da Screech
Κράζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κράζω

κράζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κράζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κούτσουρο στα πορτογαλικά - estrado, pódio, toco, cepo, coto, stump, coto de
  • κούφιος στα πορτογαλικά - holandês, cavidade, oco, oca, ocas, vazio
  • κράμα στα πορτογαλικά - liga, ligar, liga de, ligas, de liga, ligado
  • κράμβη στα πορτογαλικά - estupro, violação, colza, o estupro, de estupro
Τυχαίες λέξεις
Κράζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: charlatão, impostor, curandeiro, guincho, guinchar, Screech, de Screech, da Screech