Κύρτωμα στα βουλγαρικά

Μετάφραση: κύρτωμα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изпъкналост, кривина, камери са ориентирани, страничен наклон на предните, наклон на предните
Κύρτωμα στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κύρτωμα

οσφυϊκό κύρτωμα, κνημιαίο κύρτωμα, ισχιακό κύρτωμα, ιερό κύρτωμα, κύρτωμα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κύρτωμα στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • κύριος στα βουλγαρικά - скрепва, специалист, основен, главен, основната, основна, главната
  • κύρος στα βουλγαρικά - авторитет, сила, престиж, престижа, престижен, авторитета
  • κύρωση στα βουλγαρικά - наказание, санкция, глоба, санкции, санкция в
  • κύστη στα βουλγαρικά - мехур, пикочния мехур, на пикочния мехур, пикочен мехур
Τυχαίες λέξεις
Κύρτωμα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: изпъкналост, кривина, камери са ориентирани, страничен наклон на предните, наклон на предните