Κύρτωμα στα ισλανδικά
Μετάφραση: κύρτωμα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Camber, Bunguvik
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κύρτωμα
οσφυϊκό κύρτωμα, κνημιαίο κύρτωμα, ισχιακό κύρτωμα, ιερό κύρτωμα, κύρτωμα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κύρτωμα στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- κύριος στα ισλανδικά - höfðingi, bóndi, foringi, helstu, helsta, aðalæð, aðal, ...
- κύρος στα ισλανδικά - andlit, kraftur, vald, heimild, svipur, álit, Prestige, ...
- κύρωση στα ισλανδικά - viðurlög, refsing, viður
- κύστη στα ισλανδικά - þvagblöðru, blöðru, í þvagblöðru, blöðruna, þvagblaðra
Τυχαίες λέξεις
Κύρτωμα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: Camber, Bunguvik
Μεταφράσεις: Camber, Bunguvik