Κύρτωμα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κύρτωμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
colisão, corcova, cortina, corcunda, curvatura, arqueamento, camber, de camber, cambagem
Κύρτωμα στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κύρτωμα

οσφυϊκό κύρτωμα, κνημιαίο κύρτωμα, ισχιακό κύρτωμα, ιερό κύρτωμα, κύρτωμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κύρτωμα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κύριος στα πορτογαλικά - grampo, senhor, mestre, capital, principal, mastro, suave, ...
  • κύρος στα πορτογαλικά - olhadela, encarar, potência, semblante, enfrentar, escritório, autorizações, ...
  • κύρωση στα πορτογαλικά - penalizações, castigo, punição, sanção, sanções, aprovação, de sanções, ...
  • κύστη στα πορτογαλικά - bexiga, da bexiga, de bexiga, vesical, vesícula
Τυχαίες λέξεις
Κύρτωμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: colisão, corcova, cortina, corcunda, curvatura, arqueamento, camber, de camber, cambagem