Κύρτωμα στα ολλανδικά
Μετάφραση: κύρτωμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bochel, bocht, bult, knobbel, welving, Camber, wielvlucht, van Camber, de camber
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κύρτωμα
οσφυϊκό κύρτωμα, κνημιαίο κύρτωμα, ισχιακό κύρτωμα, ιερό κύρτωμα, κύρτωμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κύρτωμα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κύριος στα ολλανδικά - kapitaal, gentleman, origineel, klamp, nietje, haakje, apart, ...
- κύρος στα ολλανδικά - lef, vermetelheid, gezicht, gelaat, autoriteit, kracht, kijk, ...
- κύρωση στα ολλανδικά - straf, strafsanctie, sanctioneren, bekrachtigen, dwangmaatregel, bestraffing, sanctie, ...
- κύστη στα ολλανδικά - blaas, de blaas, blaas te, blaas-, bladder
Τυχαίες λέξεις
Κύρτωμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bochel, bocht, bult, knobbel, welving, Camber, wielvlucht, van Camber, de camber
Μεταφράσεις: bochel, bocht, bult, knobbel, welving, Camber, wielvlucht, van Camber, de camber