Λαβή στα βουλγαρικά
Μετάφραση: λαβή, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дръжка, ръкохватка, справят, се справят, се справи
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λαβή
λαβή ψυγείου liebherr, λαβή εξώπορτας, λαβή rautek, λαβή καφετιέρας εσπρέσσο krups, λαβή heimlich, λαβή λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, λαβή στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- λίτρο στα βουλγαρικά - литър, литров, л, литровия, литровият
- λαίμαργος στα βουλγαρικά - жадния, лакомник, лаком, човек лаком, чревоугодник, ненаситник
- λαβίδα στα βουλγαρικά - пинцети, пинсети, пинсета, щипци, пинсетата
- λαβωμένος στα βουλγαρικά - ранения, ранен, наранен, ранени, ранените, ранена
Τυχαίες λέξεις
Λαβή στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: дръжка, ръкохватка, справят, се справят, се справи
Μεταφράσεις: дръжка, ръкохватка, справят, се справят, се справи