Λαβή στα πορτογαλικά
Μετάφραση: λαβή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aperto, moer, gripe, maleta, manusear, manipular, manejar, punho, controlar
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λαβή
λαβή ψυγείου liebherr, λαβή εξώπορτας, λαβή rautek, λαβή καφετιέρας εσπρέσσο krups, λαβή heimlich, λαβή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, λαβή στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- λίτρο στα πορτογαλικά - litro, litigue, litros, l, litro de
- λαίμαργος στα πορτογαλικά - sedento, ávido, sequioso, avaro, avarento, cobiçoso, glutão, ...
- λαβίδα στα πορτογαλικά - alicate, tom, pinça, pinças, tweezers, uma pinça, pinças de
- λαβωμένος στα πορτογαλικά - feridos, ferido, ferida, feridas, feriu
Τυχαίες λέξεις
Λαβή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: aperto, moer, gripe, maleta, manusear, manipular, manejar, punho, controlar
Μεταφράσεις: aperto, moer, gripe, maleta, manusear, manipular, manejar, punho, controlar