Λινό στα βουλγαρικά
Μετάφραση: λινό, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бельо, лен, спално бельо, ленена, ленен
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λινό
λινό φόρεμα, λινό κοστούμι, λινό παντελόνι, λινό σακάκι, λινό πουκάμισο, λινό λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, λινό στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- λιμός στα βουλγαρικά - глад, глада, гладът, настана глад
- λινάρι στα βουλγαρικά - лен, ленени, лена, ленено, на лен
- λινός στα βουλγαρικά - пилотно, батиста, батистена, батистената
- λιπαίνω στα βουλγαρικά - опрашвам, оплоди, оплодят, се оплоди, да оплоди
Τυχαίες λέξεις
Λινό στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: бельо, лен, спално бельо, ленена, ленен
Μεταφράσεις: бельо, лен, спално бельо, ленена, ленен