Λινό στα ιταλικά

Μετάφραση: λινό, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
biancheria, lino, biancheria da, lenzuola, di lino
Λινό στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λινό

λινό φόρεμα, λινό κοστούμι, λινό παντελόνι, λινό σακάκι, λινό πουκάμισο, λινό λεξικό γλώσσας ιταλικά, λινό στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • λιμός στα ιταλικά - fame, carestia, carestie, la carestia, la fame
  • λινάρι στα ιταλικά - lino, di lino, il lino, del lino, settore del lino
  • λινός στα ιταλικά - lino, biancheria, cambrì, cambric, batista, di batista, del cambric
  • λιπαίνω στα ιταλικά - fertilizzare, fecondare, concimare, concimare le, concimare i
Τυχαίες λέξεις
Λινό στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: biancheria, lino, biancheria da, lenzuola, di lino