Λινό στα ουκρανικά

Μετάφραση: λινό, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лен, льон, білизна, білизну, білизні, белье, речі
Λινό στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λινό

λινό φόρεμα, λινό κοστούμι, λινό παντελόνι, λινό σακάκι, λινό πουκάμισο, λινό λεξικό γλώσσας ουκρανικά, λινό στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • λιμός στα ουκρανικά - хиба, ваду, вада, хибу, нестача, голод, недолік, ...
  • λινάρι στα ουκρανικά - льон, лен, ле
  • λινός στα ουκρανικά - півзахисник, батист, Батіст
  • λιπαίνω στα ουκρανικά - удобрювати, вдобрювати, підживлювати, удобряти, угноювати
Τυχαίες λέξεις
Λινό στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: лен, льон, білизна, білизну, білизні, белье, речі