Λινό στα λευκορωσικά
Μετάφραση: λινό, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бялізну, бялізна, белье, бялізне
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λινό
λινό φόρεμα, λινό κοστούμι, λινό παντελόνι, λινό σακάκι, λινό πουκάμισο, λινό λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, λινό στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- λιμός στα λευκορωσικά - голад, голаду
- λινάρι στα λευκορωσικά - лён, лен
- λινός στα λευκορωσικά - Батыст
- λιπαίνω στα λευκορωσικά - ўгнойваць, угнойваць, ўдабраць, удобряет, ўгнойваць рускую
Τυχαίες λέξεις
Λινό στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: бялізну, бялізна, белье, бялізне
Μεταφράσεις: бялізну, бялізна, белье, бялізне