Λινό στα ουγγρικά

Μετάφραση: λινό, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
len, vászon, ágynemű, textília, lenvászon
Λινό στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λινό

λινό φόρεμα, λινό κοστούμι, λινό παντελόνι, λινό σακάκι, λινό πουκάμισο, λινό λεξικό γλώσσας ουγγρικά, λινό στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • λιμός στα ουγγρικά - éhínség, éhség, éhínséget, az éhínség, éhezés
  • λινάρι στα ουγγρικά - len, rostlen, len-, a len, lenrost
  • λινός στα ουγγρικά - lenvászon, vászon, batiszt, gyolcsból, patyolat, a batiszt
  • λιπαίνω στα ουγγρικά - termékenyít, megtermékenyítő, megtermékenyíteni, megtermékenyítő hatás, termékenyítik
Τυχαίες λέξεις
Λινό στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: len, vászon, ágynemű, textília, lenvászon