Λινό στα τούρκικα

Μετάφραση: λινό, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
keten, örtüsü, çarşaf, çarşaflar, çarşafları
Λινό στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λινό

λινό φόρεμα, λινό κοστούμι, λινό παντελόνι, λινό σακάκι, λινό πουκάμισο, λινό λεξικό γλώσσας τούρκικα, λινό στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • λιμός στα τούρκικα - kıtlık, kılık, açlık, kıtlığın, famine, kıtlığı
  • λινάρι στα τούρκικα - keten, flax, keten tohumu
  • λινός στα τούρκικα - patiska, cambric, beyaz keten, pamuklu ince kumaş, ince beyaz keten
  • λιπαίνω στα τούρκικα - döllemek, döller, dölleme, fertilize, gübrelemek
Τυχαίες λέξεις
Λινό στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: keten, örtüsü, çarşaf, çarşaflar, çarşafları