Μονόκλινος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: μονόκλινος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неомъжена, неженен, единичен, единствен, единична, единен, единния
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μονόκλινος
μονόκλινος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μονόκλινος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- μοντέλο στα βουλγαρικά - модел, модела, образец, модел на
- μοντέρνος στα βουλγαρικά - модерен, модерна, модерно, съвременната, съвременна
- μονός στα βουλγαρικά - неомъжена, неженен, единичен, единствен, единична, единен, единния
- μονότονος στα βουλγαρικά - монотонен, монотонна, монотонно, монотонната, монотонното
Τυχαίες λέξεις
Μονόκλινος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: неомъжена, неженен, единичен, единствен, единична, единен, единния
Μεταφράσεις: неомъжена, неженен, единичен, единствен, единична, единен, единния