Μονόκλινος στα δανικά
Μετάφραση: μονόκλινος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
enkelt, enkeltværelse, indre, fælles, én
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μονόκλινος
μονόκλινος λεξικό γλώσσας δανικά, μονόκλινος στα δανικά
Μεταφράσεις
- μοντέλο στα δανικά - model, modellen
- μοντέρνος στα δανικά - moderne, det moderne, den moderne
- μονός στα δανικά - ulige, underlig, enkelt, enkeltværelse, indre, fælles, én
- μονότονος στα δανικά - ensformigt, monotont, monotone, monoton, ensformige
Τυχαίες λέξεις
Μονόκλινος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: enkelt, enkeltværelse, indre, fælles, én
Μεταφράσεις: enkelt, enkeltværelse, indre, fælles, én